ἀμεταμέλητος — not to be repented of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεταμέλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταμελείται ή δε μεταμελήθηκε, αμετανόητος: Για όλες του αυτές πς ενέργειες είναι αμεταμέλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταμελήτως — ἀμεταμέλητος not to be repented of adverbial ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταμέλητον — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc sg ἀμεταμέλητος not to be repented of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταμελήτου — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταμελήτους — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταμελήτῳ — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταμέλητα — ἀμεταμέλητος not to be repented of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταμέλητοι — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετανόητος — η, ο (AM αμετανόητος, ον) αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετανοῶ. ΠΑΡ. ἀμετανοησία] … Dictionary of Greek